Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολιτογραφέω
πολιτογραφία
πολιτογράφος
πολιτοκάπηλος
πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
View word page
πολιώδης
grayish, whitish
ShortDef
grayish, whitish
Debugging
Headword:
πολιώδης
Headword (normalized):
πολιώδης
Headword (normalized/stripped):
πολιωδης
IDX:
71176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71177
Key:
Data
{'content': 'grayish, whitish'}