Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιτικός
πολῖτις
πολιτισμός
πολιτογραφέω
πολιτογραφία
πολιτογράφος
πολιτοκάπηλος
πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
View word page
πολιτοφύλαξ
one who watches citizens

ShortDef

one who watches citizens

Debugging

Headword:
πολιτοφύλαξ
Headword (normalized):
πολιτοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
πολιτοφυλαξ
IDX:
71173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71174
Key:

Data

{'content': 'one who watches citizens'}