Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιτεύω
πολίτης
Πολίτης
πολιτικοπραιτώριος
πολιτικός
πολῖτις
πολιτισμός
πολιτογραφέω
πολιτογραφία
πολιτογράφος
πολιτοκάπηλος
πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλάκι
View word page
πολιτοκάπηλος
jobber in public offices

ShortDef

jobber in public offices

Debugging

Headword:
πολιτοκάπηλος
Headword (normalized):
πολιτοκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
πολιτοκαπηλος
IDX:
71169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71170
Key:

Data

{'content': 'jobber in public offices'}