Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνελευθερία
ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
ἀνελλιπής
ἀνελλίπους
View word page
ἀνελκτός
up-drawn
ShortDef
up-drawn
Debugging
Headword:
ἀνελκτός
Headword (normalized):
ἀνελκτός
Headword (normalized/stripped):
ανελκτος
IDX:
7116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7117
Key:
Data
{'content': 'up-drawn'}