Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολίτας
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτευτέον
πολιτευτής
πολιτεύω
πολίτης
Πολίτης
πολιτικοπραιτώριος
πολιτικός
πολῖτις
πολιτισμός
πολιτογραφέω
πολιτογραφία
View word page
πολιτευτέον
one must take part in politics

ShortDef

one must take part in politics

Debugging

Headword:
πολιτευτέον
Headword (normalized):
πολιτευτέον
Headword (normalized/stripped):
πολιτευτεον
IDX:
71157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71158
Key:

Data

{'content': 'one must take part in politics'}