Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολίτας
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτευτέον
πολιτευτής
πολιτεύω
πολίτης
Πολίτης
πολιτικοπραιτώριος
πολιτικός
πολῖτις
πολιτισμός
πολιτογραφέω
View word page
πολίτευμα
the business of government, an act of administration

ShortDef

the business of government, an act of administration

Debugging

Headword:
πολίτευμα
Headword (normalized):
πολίτευμα
Headword (normalized/stripped):
πολιτευμα
IDX:
71156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71157
Key:

Data

{'content': 'the business of government, an act of administration'}