Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολίτας
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτευτέον
πολιτευτής
πολιτεύω
View word page
πολισσοῦχος
dwelling in the city

ShortDef

dwelling in the city

Debugging

Headword:
πολισσοῦχος
Headword (normalized):
πολισσοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πολισσουχος
IDX:
71149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71150
Key:

Data

{'content': 'dwelling in the city'}