Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνελελίζω
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
ἀνελληνόστολος
View word page
ἀνελκόομαι
suppurate afresh
ShortDef
suppurate afresh
Debugging
Headword:
ἀνελκόομαι
Headword (normalized):
ἀνελκόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανελκοομαι
IDX:
7114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7115
Key:
Data
{'content': 'suppurate afresh'}