Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολίτας
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτευτέον
View word page
πολισσονόμος
managing

ShortDef

managing

Debugging

Headword:
πολισσονόμος
Headword (normalized):
πολισσονόμος
Headword (normalized/stripped):
πολισσονομος
IDX:
71147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71148
Key:

Data

{'content': 'managing'}