Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολίτας
View word page
πόλισμα
a city, town

ShortDef

a city, town

Debugging

Headword:
πόλισμα
Headword (normalized):
πόλισμα
Headword (normalized/stripped):
πολισμα
IDX:
71144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71145
Key:

Data

{'content': 'a city, town'}