Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
View word page
πολιόω
turn grey

ShortDef

turn grey

Debugging

Headword:
πολιόω
Headword (normalized):
πολιόω
Headword (normalized/stripped):
πολιοω
IDX:
71142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71143
Key:

Data

{'content': 'turn grey'}