Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
View word page
πολιόχρως
white-coloured, white

ShortDef

white-coloured, white

Debugging

Headword:
πολιόχρως
Headword (normalized):
πολιόχρως
Headword (normalized/stripped):
πολιοχρως
IDX:
71141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71142
Key:

Data

{'content': 'white-coloured, white'}