Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
View word page
πολιοφυλακέω
keep within the city

ShortDef

keep within the city

Debugging

Headword:
πολιοφυλακέω
Headword (normalized):
πολιοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
πολιοφυλακεω
IDX:
71140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71141
Key:

Data

{'content': 'keep within the city'}