Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
View word page
πολιοῦχος2
greyhaired
ShortDef
protecting a city
greyhaired
Debugging
Headword:
πολιοῦχος2
Headword (normalized):
πολιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πολιουχος2
IDX:
71139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71140
Key:
Data
{'content': 'greyhaired'}