Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνελέητος
ἀνελελίζω
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
ἀνέλλειπτος
ἀνέλλην
ἀνελλήνιστος
View word page
ἀνελκής
free from ulceration

ShortDef

free from ulceration

Debugging

Headword:
ἀνελκής
Headword (normalized):
ἀνελκής
Headword (normalized/stripped):
ανελκης
IDX:
7113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7114
Key:

Data

{'content': 'free from ulceration'}