Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
View word page
πολιότης
greyness

ShortDef

greyness

Debugging

Headword:
πολιότης
Headword (normalized):
πολιότης
Headword (normalized/stripped):
πολιοτης
IDX:
71137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71138
Key:

Data

{'content': 'greyness'}