Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
View word page
πολιός
gray, grizzled, grisly

ShortDef

gray, grizzled, grisly

Debugging

Headword:
πολιός
Headword (normalized):
πολιός
Headword (normalized/stripped):
πολιος
IDX:
71136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71137
Key:

Data

{'content': 'gray, grizzled, grisly'}