Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
View word page
πολιορκία
a besieging, siege

ShortDef

a besieging, siege

Debugging

Headword:
πολιορκία
Headword (normalized):
πολιορκία
Headword (normalized/stripped):
πολιορκια
IDX:
71135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71136
Key:

Data

{'content': 'a besieging, siege'}