Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
πόλις
πόλισμα
View word page
πολιορκητικός
of or for besieging

ShortDef

of or for besieging

Debugging

Headword:
πολιορκητικός
Headword (normalized):
πολιορκητικός
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητικος
IDX:
71134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71135
Key:

Data

{'content': 'of or for besieging'}