Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
πολιόω
View word page
πολιορκητέος
to be besieged

ShortDef

to be besieged

Debugging

Headword:
πολιορκητέος
Headword (normalized):
πολιορκητέος
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητεος
IDX:
71132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71133
Key:

Data

{'content': 'to be besieged'}