Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
πολιόχρως
View word page
πολιορκέω
to hem in a city, blockade, beleaguer, besiege

ShortDef

to hem in a city, blockade, beleaguer, besiege

Debugging

Headword:
πολιορκέω
Headword (normalized):
πολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
πολιορκεω
IDX:
71131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71132
Key:

Data

{'content': 'to hem in a city, blockade, beleaguer, besiege'}