Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
πολιοφυλακέω
View word page
πολιοπλόκαμος
greyhaired

ShortDef

greyhaired

Debugging

Headword:
πολιοπλόκαμος
Headword (normalized):
πολιοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
πολιοπλοκαμος
IDX:
71130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71131
Key:

Data

{'content': 'greyhaired'}