Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιοῦχος
πολιοῦχος2
View word page
πόλιον
hulwort, Teucrium Polium

ShortDef

hulwort, Teucrium Polium

Debugging

Headword:
πόλιον
Headword (normalized):
πόλιον
Headword (normalized/stripped):
πολιον
IDX:
71129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71130
Key:

Data

{'content': 'hulwort, Teucrium Polium'}