Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
View word page
πολιόθριξ
greyhaired
ShortDef
greyhaired
Debugging
Headword:
πολιόθριξ
Headword (normalized):
πολιόθριξ
Headword (normalized/stripped):
πολιοθριξ
IDX:
71127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71128
Key:
Data
{'content': 'greyhaired'}