Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
View word page
πολιοειδής
greyish

ShortDef

greyish

Debugging

Headword:
πολιοειδής
Headword (normalized):
πολιοειδής
Headword (normalized/stripped):
πολιοειδης
IDX:
71126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71127
Key:

Data

{'content': 'greyish'}