Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
View word page
πόλινδε
into

ShortDef

into

Debugging

Headword:
πόλινδε
Headword (normalized):
πόλινδε
Headword (normalized/stripped):
πολινδε
IDX:
71125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71126
Key:

Data

{'content': 'into'}