Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
View word page
πολιήτης
a citizen
ShortDef
a citizen
Debugging
Headword:
πολιήτης
Headword (normalized):
πολιήτης
Headword (normalized/stripped):
πολιητης
IDX:
71124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71125
Key:
Data
{'content': 'a citizen'}