Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
View word page
πολίζω
to build a city, to build

ShortDef

to build a city, to build

Debugging

Headword:
πολίζω
Headword (normalized):
πολίζω
Headword (normalized/stripped):
πολιζω
IDX:
71123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71124
Key:

Data

{'content': 'to build a city, to build'}