Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
View word page
πολιδυνάστης
city despot (LSJ Supp.)

ShortDef

city despot (LSJ Supp.)

Debugging

Headword:
πολιδυνάστης
Headword (normalized):
πολιδυνάστης
Headword (normalized/stripped):
πολιδυναστης
IDX:
71121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71122
Key:

Data

{'content': 'city despot (LSJ Supp.)'}