Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
View word page
πολιατεύω
to be a citizen

ShortDef

to be a citizen

Debugging

Headword:
πολιατεύω
Headword (normalized):
πολιατεύω
Headword (normalized/stripped):
πολιατευω
IDX:
71119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71120
Key:

Data

{'content': 'to be a citizen'}