Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολιόθριξ
View word page
πολιάς
grey-haired

ShortDef

grey-haired
guardian of the city

Debugging

Headword:
πολιάς
Headword (normalized):
πολιάς
Headword (normalized/stripped):
πολιας
IDX:
71117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71118
Key:

Data

{'content': 'grey-haired'}