Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
View word page
πολίαρχος
ruler of a city

ShortDef

ruler of a city

Debugging

Headword:
πολίαρχος
Headword (normalized):
πολίαρχος
Headword (normalized/stripped):
πολιαρχος
IDX:
71116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71117
Key:

Data

{'content': 'ruler of a city'}