Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
Πολιεύς
View word page
πολιανομέω
hold office of πολιανόμος
ShortDef
hold office of πολιανόμος
Debugging
Headword:
πολιανομέω
Headword (normalized):
πολιανομέω
Headword (normalized/stripped):
πολιανομεω
IDX:
71112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71113
Key:
Data
{'content': 'hold office of πολιανόμος'}