Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολιδυνάστης
View word page
πολιαίνομαι
to grow white

ShortDef

to grow white

Debugging

Headword:
πολιαίνομαι
Headword (normalized):
πολιαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
πολιαινομαι
IDX:
71111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71112
Key:

Data

{'content': 'to grow white'}