Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνελεής
ἀνελέητος
ἀνελελίζω
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
ἄνελκτος
ἀνελκτός
ἀνέλκυστος
ἀνέλκω
ἀνέλκωσις
ἀνελκωτος
View word page
ἀνέλικτος
without turns

ShortDef

without turns

Debugging

Headword:
ἀνέλικτος
Headword (normalized):
ἀνέλικτος
Headword (normalized/stripped):
ανελικτος
IDX:
7110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7111
Key:

Data

{'content': 'without turns'}