Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόλεμος
πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
Πολιάς
View word page
πολῆον
colt
ShortDef
colt
Debugging
Headword:
πολῆον
Headword (normalized):
πολῆον
Headword (normalized/stripped):
ποληον
IDX:
71108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71109
Key:
Data
{'content': 'colt'}