Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
πολιάς
View word page
πολέω
to go about, range over

ShortDef

to go about, range over

Debugging

Headword:
πολέω
Headword (normalized):
πολέω
Headword (normalized/stripped):
πολεω
IDX:
71107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71108
Key:

Data

{'content': 'to go about, range over'}