Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιαρχέω
πολιαρχία
πολίαρχος
View word page
πολεύω
to turn about

ShortDef

to turn about

Debugging

Headword:
πολεύω
Headword (normalized):
πολεύω
Headword (normalized/stripped):
πολευω
IDX:
71106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71107
Key:

Data

{'content': 'to turn about'}