Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
View word page
πολεμώδης
pertaining to war

ShortDef

pertaining to war

Debugging

Headword:
πολεμώδης
Headword (normalized):
πολεμώδης
Headword (normalized/stripped):
πολεμωδης
IDX:
71103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71104
Key:

Data

{'content': 'pertaining to war'}