Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμοκέλαδος
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
Πολέμων
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιαίνομαι
View word page
πολεμοφόνευτος
slain in war

ShortDef

slain in war

Debugging

Headword:
πολεμοφόνευτος
Headword (normalized):
πολεμοφόνευτος
Headword (normalized/stripped):
πολεμοφονευτος
IDX:
71101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71102
Key:

Data

{'content': 'slain in war'}