Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμήτωρ
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστάς
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμογράφος
πολεμοκέλαδος
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόω
πολεμώδης
View word page
πολεμόκραντος
finishing war

ShortDef

finishing war

Debugging

Headword:
πολεμόκραντος
Headword (normalized):
πολεμόκραντος
Headword (normalized/stripped):
πολεμοκραντος
IDX:
71093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71094
Key:

Data

{'content': 'finishing war'}