Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολεμητέον
πολεμητέος
πολεμητήριον
πολεμητόκος
πολεμήτωρ
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστάς
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμογράφος
πολεμοκέλαδος
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοτροφέω
View word page
πολεμιστής
a warrior, combatant

ShortDef

a warrior, combatant

Debugging

Headword:
πολεμιστής
Headword (normalized):
πολεμιστής
Headword (normalized/stripped):
πολεμιστης
IDX:
71089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71090
Key:

Data

{'content': 'a warrior, combatant'}