Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολεμάρχης
πολεμαρχία
πολεμαρχικός
Πολέμαρχος
πολέμαρχος
View word page
πόκος
wool

ShortDef

wool

Debugging

Headword:
πόκος
Headword (normalized):
πόκος
Headword (normalized/stripped):
ποκος
IDX:
71064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71065
Key:

Data

{'content': 'wool'}