Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολεμάρχης
πολεμαρχία
πολεμαρχικός
Πολέμαρχος
View word page
ποκόομαι
to be clothed with wool

ShortDef

to be clothed with wool

Debugging

Headword:
ποκόομαι
Headword (normalized):
ποκόομαι
Headword (normalized/stripped):
ποκοομαι
IDX:
71063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71064
Key:

Data

{'content': 'to be clothed with wool'}