Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολεμάρχης
πολεμαρχία
πολεμαρχικός
View word page
ποκοειδής
like undressed wool: rough, crude
ShortDef
like undressed wool: rough, crude
Debugging
Headword:
ποκοειδής
Headword (normalized):
ποκοειδής
Headword (normalized/stripped):
ποκοειδης
IDX:
71062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71063
Key:
Data
{'content': 'like undressed wool: rough, crude'}