Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολεμάρχης
πολεμαρχία
View word page
ποκκί
that
ShortDef
that
Debugging
Headword:
ποκκί
Headword (normalized):
ποκκί
Headword (normalized/stripped):
ποκκι
IDX:
71061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71062
Key:
Data
{'content': 'that'}