Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
View word page
ποκισμός
sheep-shearing
ShortDef
sheep-shearing
Debugging
Headword:
ποκισμός
Headword (normalized):
ποκισμός
Headword (normalized/stripped):
ποκισμος
IDX:
71059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71060
Key:
Data
{'content': 'sheep-shearing'}