Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
πολεμάρχειος
View word page
ποκίζω
to shear wool

ShortDef

to shear wool

Debugging

Headword:
ποκίζω
Headword (normalized):
ποκίζω
Headword (normalized/stripped):
ποκιζω
IDX:
71058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71059
Key:

Data

{'content': 'to shear wool'}