Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειον
View word page
ποκάς
wool, hair
ShortDef
wool, hair
Debugging
Headword:
ποκάς
Headword (normalized):
ποκάς
Headword (normalized/stripped):
ποκας
IDX:
71057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71058
Key:
Data
{'content': 'wool, hair'}