Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
View word page
ποιωτός
endowed with quality

ShortDef

endowed with quality

Debugging

Headword:
ποιωτός
Headword (normalized):
ποιωτός
Headword (normalized/stripped):
ποιωτος
IDX:
71056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71057
Key:

Data

{'content': 'endowed with quality'}